- αμειπτικός
- ἀμειπτικός, -ή, -όν (AM)μσν.αυτός που ανταμείβει, που ανταποδίδειαρχ.ο σχετικός με την ανταλλαγή, ειδικά νομισμάτων «ἀμειπτικὴ τράπεζα», το τραπέζι τού αργυραμοιβού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω + παραγ. κατάλ. -τικός].
Dictionary of Greek. 2013.