αμειπτικός

αμειπτικός
ἀμειπτικός, -ή, -όν (AM)
μσν.
αυτός που ανταμείβει, που ανταποδίδει
αρχ.
ο σχετικός με την ανταλλαγή, ειδικά νομισμάτων «ἀμειπτικὴ τράπεζα», το τραπέζι τού αργυραμοιβού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω + παραγ. κατάλ. -τικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμειπτικαί — ἀμειπτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειπτικοί — ἀμειπτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειπτικούς — ἀμειπτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειπτική — ἀμειπτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμειπτικήν — ἀμειπτικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”